ωαγωγός

ωαγωγός
Είναι ο καθένας από τους δύο μυώδεις σωλήνες, οι οποίοι αποτελούν την ωοθήκη μαζί με τη μήτρα. Με το χοανοειδές κροσσωτό στόμιό τους, που βρίσκεται προς τις ωοθήκες, οι ω. αναρροφούν, κατά κάποιον τρόπο, τα ωάρια και τα μεταφέρουν στην κοιλότητα της μήτρας με τη βοήθεια του κροσσωτού επιθηλίου, που είναι γεμάτο από πτυχές του βλεννογόνου τους. Το μήκος κάθε ω. είναι 11-14 εκ. και το πάχος τους έχει περίπου το πάχος ενός μολυβιού. Το διαβατό του ω. ελέγχεται με τη σαλπιγγογραφία.
* * *
ο, Ν
ανατ. καθένας από τους δύο αγωγούς που εκτείνονται από κάθε πλάγια γωνία τής μήτρας ώς την αντίστοιχη ωοθήκη και μεταφέρουν τα σπερματοζωάρια στο ωάριο, αλλ. σάλπιγγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠόν + αγωγός. Η λ., στον πληθ. ὠαγωγοί, μαρτυρείται από το 1836 στον Δ.Α. Μαυροκορδάτο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πρόνεφρος — ο, Ν βιολ. ο πρωιμότερος από τους τρεις διαδοχικούς νεφρούς τών σπονδυλοζώων, από τον οποίο προκύπτουν ο αγωγός τού Βολφ ή πρωτογενής ουρητήρας και ο αγωγός τού Μύλερ ή ωαγωγός …   Dictionary of Greek

  • ωαγωγικός — ή, ό, Ν [ωαγωγός] 1. ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ωαγωγό 2. φρ. «ωαγωγική κύηση» ιατρ. μορφή έκτοπης κύησης, που επισυμβαίνει στον ωαγωγό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”